- ἀρχειοφύλαξ
- ἀρχειοφύλαξ [ῠ], ακος, ὁ,A keeper of archives, = Lat. censualis, Lyd. Mag.2.30 (ἀρχαιο- codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρχειοφυλάκιο — και κείο, το δημόσιο κατάστημα όπου φυλάσσονται επίσημα έγγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχειοφύλαξ ( κας). Η λ. αρχειοφυλακείον μαρτυρείται στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
αρχειοφύλακας — ο (Α ἀρχειοφύλαξ [ φύλακος]) ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής … Dictionary of Greek